ἀνακινήσει

ἀνακινήσει
ἀνακῑνήσει , ἀνακίνησις
swinging to and fro
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀνακῑνήσεϊ , ἀνακίνησις
swinging to and fro
fem dat sg (epic)
ἀνακῑνήσει , ἀνακίνησις
swinging to and fro
fem dat sg (attic ionic)
ἀνακινέω
sway
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀνακινέω
sway
fut ind mid 2nd sg
ἀνακινέω
sway
fut ind act 3rd sg
ἀ̱νακινήσει , ἀνακινέω
sway
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱νακινήσει , ἀνακινέω
sway
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνακῑνήσει , ἀνακινέω
sway
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀνακῑνήσει , ἀνακινέω
sway
fut ind mid 2nd sg
ἀνακῑνήσει , ἀνακινέω
sway
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… …   Dictionary of Greek

  • ανακίνηση — η το να ανακινήσει κανείς κάτι: Η ανακίνηση της υπόθεσης έγινε από τους ενδιαφερόμενους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”